-
1 εὐεργής
A well-wrought, well-made, of chariots,εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Il.5.585
; of ships, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐ. 24.396, and freq. in Od., cf. IG12.74.27; ; of garments,ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224
; of gold, wrought,χρυσοῦ.. εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274
.2 well-done: hence in pl., εὐεργέα, = the Prose εὐεργεσίαι, benefits, services, , cf. 4.695; alsoἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς Milet.1(7).205b
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργής
-
2 λώπη
См. также в других словарях:
ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… … Dictionary of Greek